πάρνοψ

πάρνοψ
και πόρνοψ, -οπος, ὁ, Α
είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον
μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό-πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ. -οψ (πρβλ. δρύοψ, σκάλοψ) και παράλληλο τ. με αρκτικό κ- (βλ. λ. κόρνοψ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάρνοψ — locust masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρνόπων — πάρνοψ locust masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοπα — πάρνοψ locust masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοπας — πάρνοψ locust masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοπες — πάρνοψ locust masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοπι — πάρνοψ locust masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοπος — πάρνοψ locust masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοψι — πάρνοψ locust masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρνοψ — κόρνοψ, οπος, ὁ (Α) είδος ακρίδας, ο πάρνοψ* («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ*] …   Dictionary of Greek

  • Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”